ἀποτυχίας

ἀποτυχίας
ἀποτυχίᾱς , ἀποτυχία
failure
fem acc pl
ἀποτυχίᾱς , ἀποτυχία
failure
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… …   Dictionary of Greek

  • нелоучениѥ — НЕЛОУЧЕНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Случайность: невольнии же ˫авлена˫а имѹть. съказани˫а. ѥгда къто къ иномѹ коѥ потъщаниѥ имѣ˫а. ѿ нелѹчени˫а нѣчьто неицѣльныихъ. сътворить (ἐξ ἀποτυχίας) КЕ XII, 242б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • неоулоучениѥ — НЕОУЛОУЧЕНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Безуспешность, безрезультатность: Егда мл҃твою что просимъ ѹ вл(д)кы, не скоро изнемагаимы, да ѹдолѣемъ неѹлѹченью частымъ прошеньемъ. (τὸ συνεχὲς τῆς ἀποτυχίας) Пч к. XIV, 47. Ср. ѹлѹчениѥ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • αντελπίζω — ἀντελπίζω (Α) αποκτώ νέα ελπίδα για επανόρθωση αποτυχίας …   Dictionary of Greek

  • καβούκι — το 1. όστρακο (χελώνας, καβουριού, αστακού, σαλιγκαριού κ.λπ.) 2. το σκληρό εξωτερικό περίβλημα τού ψημένου ψωμιού 3. ανατολίτικο υψηλό κάλυμμα τού κεφαλιού, κουκούλα 4. φρ. «μπήκε στο καβούκι του» ή «μαζεύτηκε στο καβούκι του» αποσύρθηκε από… …   Dictionary of Greek

  • ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… …   Dictionary of Greek

  • ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …   Dictionary of Greek

  • παράβολος — η, ο / παράβολος και ποιητ. τ. παραίβολος, ον, δωρ. τ. ουδ. πάρβολον, ΝΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που εκθέτει τον εαυτό του σε κίνδυνο, παράτολμος, ριψοκίνδυνος, απερίσκεπτος 2. (για πράγμα ή πράξη) επικίνδυνος, επισφαλής (α. παράβολη επιχείρηση» β.… …   Dictionary of Greek

  • πλάτανος — Γένος φυτών της οικογένειας των Πλατανιδών, της τάξης των ροδωδών (δικοτυλήδονα). Τα πιο αξιόλογα καλλιεργούμενα είδη είναι ηπ. η ανατολική καιπ. η δυτική. Το πρώτο είναι το γνωστό πλατάνι, που φύεται σε όλη την Ελλάδα, στις όχθες των ποταμών,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”